- υποφαρμακοποιός
- ο воен, лейтенант медицинской службы (фармацевт)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποφαρμακοποιός — ο, Ν στρ. φαρμακοποιός τού στρατού, ισόβαθμος με τον υπολοχαγό τού στρατού ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φαρμακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek